Στον απέραντο ερημικό δρόμο για τη Σαλίνα ο Jonas περπατά εξουθενωμένος. Φαίνεται πως δεν θα τα καταφέρει. Η μικρογραφία ενός σπιτιού στον ορίζοντα του δίνει ελπίδες. Πλησιάζει διστακτικά και βρίσκει ένα φιλόξενο περιβάλλον, ένα μαγκάλι για νερό, ένα τραπέζι με κομμένο ψωμί, μια κούπα κι εφημερίδες. Μία ευπαρουσίαστη κυρία τον υποδέχεται συγκινημένη, τον αποκαλεί γιο της και του αποκαλύπτει ότι είχε τέσσερα χρόνια να τον δει. Μη έχοντας να φάει και να κοιμηθεί ο Jonasαποφασίζει να μην της πει την αλήθεια. Η υπόθεση περιπλέκεται όταν εμφανίζονται ο υποτιθέμενος πατέρας του και η αδελφή του.